- πυρετούς
- πυρετόςburning heatmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πυρετούς — Πυρετός burning heat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυσώδης — καυσώδης, ῶδες (ΑΜ) [καύσος] αυτός που επιφέρει καύσο, θερμότητα, πολύ ζεστός, καυματώδης («σκληρά καὶ καυσώδεα ὕδατα», Ιπποκρ.) αρχ. 1. αυτός που υποφέρει από καύσωνα, ξερός («καυσώδης καὶ ξηρὰ γῆ», Θεόφρ.) 2. αστρολ. (για τα ζώδια) αυτός που… … Dictionary of Greek
παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… … Dictionary of Greek
πλανώδης — ῶδες, ΜΑ [πλάνη] μτφ. ασταθής, αβέβαιος αρχ. 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος 2. (ιδίως για πυρετούς) αυτός που εμφανίζεται σε ακανόνιστους παροξυσμούς 3. (ιδίως για επιδέσμους και για τη μήτρα) αυτός που εύκολα κινείται ή… … Dictionary of Greek
πυρετολογία — η, Ν 1. κλάδος τής ιατρικής με αντικείμενο έρευνας την εξέταση τών πυρετών, δηλαδή τών διαφόρων μορφών με τις οποίες αυτοί εμφανίζονται, τα αίτια που τούς προκαλούν, καθώς και τις μεθόδους αντιμετώπισής τους 2. πραγματεία σχετικά με τους πυρετούς … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… … Dictionary of Greek
χιονόμελι — τὸ, Μ χιόνι μαζί με μέλι, που χρησίμευε ως δροσιστικό για τους πυρετούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + μέλι] … Dictionary of Greek
αβρακαδάβρα — Μαγική λέξη, που τη χρησιμοποιούσαν ως ξόρκι οι οπαδοί της αίρεσης των γνωστικών, οι οποίοι κατά τον 2o αι. μ.Χ. ισχυρίζονταν ότι κατείχαν την απόλυτη γνώση των θείων πραγμάτων. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η λέξη α. δεν έχει κανένα νόημα … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek